- προσκομίζει
- προσκομίζωcarrypres ind mp 2nd sgπροσκομίζωcarrypres ind act 3rd sgπροσκομίζωcarrypres ind mp 2nd sgπροσκομίζωcarrypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλφεσίβοιος — ἀλφεσίβοιος, α, ον (Α) 1. αυτός που φέρνει, που προσκομίζει βόδια 2. φρ. «παρθένοι ἀλφεσίβοιαι», αυτές που προσκόμιζαν στους γονείς τους πολλά βόδια από τους μνηστήρες, δηλ. αυτές που θαυμάζονταν από πολλούς, οι πολύφερνες, οι περιζήτητες «ὕδωρ… … Dictionary of Greek
ανθοφόρος — α, ο (AM ἀνθοφόρος, ον) αυτός που φέρει άνθη, ανθισμένος νεοελλ. 1. ανθοστόλιστος 2. το αρσ. ως ουσ. ο ανθοφόρος α) βοτ. ο μίσχος τού άνθους β) έπιπλο όπου τοποθετούνται λουλούδια αρχ. 1. αυτός που καλλιεργείται μόνο για τα λουλούδια ή παράγει… … Dictionary of Greek
προσκομιστής — ὁ, Α [προσκομίζω] αυτός που προσκομίζει κάτι … Dictionary of Greek